Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Τζίβακα

Τζίβακα, ο πατέρας του Thai Massage
Ακολουθούν λίγα λόγια για την ζωή του Τζίβακα, του «πατέρα» του Thai Massage. Σας παραθέτω την περίληψη ενός κεφαλαίου από ένα παλιό βιρμανικό χειρόγραφο που αναφέρεται στην ζωή του Βούδα, το οποίο μεταφράστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα.
«... Τον καιρό του Βούδα, στην επαρχία Ρατζαγκάχα ζούσε μια νεαρή εταίρα, πανέμορφη και πανέξυπνη. Ήταν ιδιαίτερα φημισμένη και δημοφιλής. Ο γιος του βασιλιά την επισκεπτόταν πολύ συχνά, με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος. Όταν η εταίρα συνειδητοποίησε ότι κυοφορούσε ένα παιδί από τον πρίγκιπα, σκέφτηκε πως αν αυτό μαθευόταν η φήμη της θα καταστρεφόταν, κι έτσι αποφάσισε να κάνει την άρρωστη και να σταματήσει να δέχεται πελάτες. Μετά από εννέα μήνες έφερε στον κόσμο έναν γιο. Τότε φώναξε μια υπηρέτρια και την διέταξε να πετάξει το βρέφος πίσω από τα τείχη της πόλης, στον σκουπιδότοπο. Η υπηρέτρια υπάκουσε. Το επόμενο πρωινό, καθώς ο πρίγκιπας επέστρεφε στο παλάτι πολύ νωρίς, παρατήρησε έναν μεγάλο αριθμό κορακιών στο σημείο όπου βρισκόταν το εγκαταλελειμμένο βρέφος. Ο πρίγκιπας διέταξε έναν υπηρέτη να πάει και να δει για ποιον λόγο τα κοράκια είχαν συγκεντρωθεί στο συγκεκριμένο σημείο. Ο υπηρέτης πήγε και είπε στον πρίγκιπα, «Είναι ένα βρέφος, κύριε». Όταν διαπιστώθηκε πως ήταν ακόμα ζωντανό, ο πρίγκιπας το πήρε στο παλάτι και προσέλαβε μια τροφό. Επειδή ο πρίγκιπας είχε ρωτήσει αν το παιδί ήταν ζωντανό, και χάρη στην αντοχή του, το παιδί ονομάστηκε Τζίβακα (από την ρίζα jive που σημαίνει «ζωή»).
Τζίβακα, «πατέρας» του Thai Massage
Το παιδί μεγάλωνε γρήγορα και σύντομα φάνηκε πως ήταν χαρισματικό. Όταν μεγάλωσε αρκετά ώστε να παίζει με άλλα παιδιά, τα άλλα παιδιά τον αποκαλούσαν «το αγόρι χωρίς πατέρα ή μητέρα». Στις εορταστικές περιστάσεις, τα παιδιά έπαιρναν δώρα από τους γονείς τους. Ωστόσο, ο Τζίβακα δεν έπαιρνε κανένα δώρο και αναρωτιόταν γιατί δεν είχε φίλους. Ρώτησε λοιπόν τον πατέρα του, «Ποιοι είναι οι γονείς μου;» Ο πρίγκιπας απάντησε, «Δεν γνωρίζω την μητέρα σου. Σε έχω υιοθετήσει, κι επομένως είσαι γιος μου».
Μετά από λίγα χρόνια, ο Τζίβακα κατάλαβε πως έπρεπε να βρει μια δουλειά. Σκέφτηκε πως αν μάθαινε να φροντίζει άλογα ή ελέφαντες, θα αναγκαζόταν να χτυπάει τα ζώα. «Ωστόσο», σκέφτηκε, «αν γίνω γιατρός, θα μετατραπώ σε πηγή ανακούφισης για τους άλλους. Θα γίνω λοιπόν γιατρός». Ο Τζίβακα, πριν από πολλές ζωές, πριν από 100.000 εποχές, έχοντας δει έναν γιατρό που φρόντιζε τον Βούδα εκείνης της εποχής, προσευχήθηκε να γίνει ο ίδιος γιατρός ενός μελλοντικού Βούδα σε μια άλλη ζωή. Χάρη σε αυτή την προσευχή του, ένιωθε τώρα αυτή την έλξη προς το ιατρικό επάγγελμα.
Ο Τζίβακα έμαθε, από κάποιους εμπόρους που είχαν έρθει στην αυλή του βασιλιά, για έναν μεγάλο γιατρό, του οποίου η φήμη είχε φτάσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Χωρίς να ενημερώσει τον πατέρα του, έφυγε μαζί με τους εμπόρους, από τους οποίους ζήτησε να τον οδηγήσουν στον ξακουστό γιατρό. Ο μέγας θεραπευτής τον δέχτηκε να μελετήσει κοντά του και σύντομα ο Τζίβακα απέκτησε άρτια γνώση της ιατρικής επιστήμης. Η δε μνήμη και αντίληψή του ήταν εξαιρετικές: αυτά που άλλοι χρειάζονταν δεκαέξι χρόνια για να μάθουν, αυτός τα κατανόησε πλήρως μέσα σε επτά μήνες.
Ο Τζίβακα ζήτησε από τον δάσκαλό του να τον αφήσει να φύγει πριν ολοκληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος των 16 ετών. Ο δάσκαλός του, ξέροντας πως είχε μάθει όλα όσα είχε να του διδάξει, αλλά και ότι είχε βοηθηθεί από τους ντέβα στις σπουδές του χάρη στην επιθυμία του να γίνει ο ιατρός του Βούδα, αποφάσισε να τον υποβάλλει σε μια δοκιμασία. Του είπε, «Τζίβακα, φύγε για τέσσερις ημέρες και ταξίδεψε σε ακτίνα δώδεκα μιλίων γύρω από την πόλη, και φέρε μου δείγματα από όλα τα είδη δέντρων που δεν έχουν θεραπευτικές ιδιότητες». Ο Τζίβακα έψαξε, αλλά δεν βρήκε κανένα δέντρο που να μην έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Επέστρεψε και ενημέρωσε τον δάσκαλό του σχετικά με το πόρισμά του. Τότε ο δάσκαλός του του έδωσε συγχαρητήρια και δήλωσε πως ο μαθητής του κατείχε τέλεια την ιατρική επιστήμη. Του έδωσε λοιπόν την άδεια να φύγει.
Ο Τζίβακα άρχισε να ταξιδεύει και άκουσε για την γυναίκα ενός πλούσιου εμπόρου που είχε μια αρρώστια στο κρανίο της επί επτά χρόνια. Παρότι η γυναίκα είχε καλέσει τους μεγαλύτερους γιατρούς, εκείνοι μόνον έπαιρναν τον χρυσό και το ασήμι της, δίχως να την θεραπεύσουν. Πήγε λοιπόν στο σπίτι αυτής της γυναίκας, και στην είσοδο ενημέρωσε τον υπηρέτη ότι είχε έρθει να δει την αφέντρα του. Όταν εκείνη πληροφορήθηκε πως ο άντρας που βρισκόταν στην πόρτα φαινόταν νεαρός και άπειρος, είπε στον υπηρέτη της, «Όλοι οι έμπειροι και μεγάλοι γιατροί δεν κατάφεραν να με θεραπεύσουν, τι μπορεί να κάνει τούτος δω;» Ο υπηρέτης επέστρεψε και είπε στον Τζίβακα την απάντηση της αφέντρας του. Ο Τζίβακα απάντησε πως δεν θα δεχόταν καμία αμοιβή μέχρις ότου η γυναίκα θεραπευόταν. Τότε η γυναίκα δέχτηκε. Ο Τζίβακα έφτιαξε ένα σκεύασμα από βούτυρο, στο οποίο ανάμιξε πολλά βότανα. Η γυναίκα έγινε καλά μετά από μια μόνο λήψη. Εκείνη και οι συγγενείς της αντάμειψαν τον Τζίβακα πλουσιοπάροχα: του έδωσαν δεκαέξι χιλιάδες χρυσά νομίσματα, καθώς και υπηρέτες, άλογα και άρματα. Ο Τζίβακα κατόπιν επέστρεψε στο παλάτι του πατέρα του, στον οποίο πρόσφερε τα πρώτα του κέρδη από την άσκηση της ιατρικής. Ο πατέρας του εκτίμησε πολύ την ευγνωμοσύνη του και τον άφησε να τα κρατήσει όλα.
Κατόπιν ο Τζίβακα θεράπευσε τον βασιλιά και παππού του από τις αιμορροΐδες από τις οποίες υπέφερε. Ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε και πρόσφερε στον Τζίβακα τα κοσμήματα των 500 παλλακίδων του. Ο Τζίβακα σκέφτηκε πως αν αρνούνταν να πάρει αυτά τα κοσμήματα, θα τον καλούσαν συχνά στο παλάτι και θα γινόταν ο προσωπικός ιατρός του βασιλιά. Επιπλέον, οι γυναίκες θα στεναχωριόνταν πολύ. Αρνήθηκε λοιπόν να πάρει τα κοσμήματα, λέγοντας, «Αυτή η περιουσία ανήκει τις γιαγιάδες μου, δεν είναι σωστό να την πάρω. Ο βασιλιάς ας θυμάται μόνον την εξυπηρέτηση που του έκανα, αυτό αρκεί». Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ με την στάση που κράτησε ο Τζίβακα και τον αντάμειψε με έναν κήπο με δέντρα μάνγκο, ένα χωριό και άλλα πλούσια δώρα. Κατόπιν του είπε: «Από εδώ και στο εξής, θα είσαι ο προσωπικός μου γιατρός και ο γιατρός των παλλακίδων και των ιερέων μου». Ο Τζίβακα συμφώνησε.
Σε μια άλλη ιστορία, ο Τζίβακα καλείται να θεραπεύσει έναν άντρα που πάσχει στο κρανίο από μια σοβαρή ασθένεια άγνωστης αιτιολογίας. Οι άλλοι γιατροί του έδιναν πέντε ημέρες ζωής. Όταν ο Τζίβακα συνάντησε τον άντρα, τον ρώτησε, «Τι θα μου δώσεις αν σε θεραπεύσω;» Ο άρρωστος άντρας απάντησε, «Όλη μου η περιουσία θα είναι δική σου, και εγώ θα γίνω σκλάβος σου». Κατόπιν ο Τζίβακα τον ρώτησε αν μπορούσε να παραμείνει ξαπλωμένος στο ένα πλευρό επί επτά μήνες, και ο άντρας απάντησε ότι μπορούσε. Ο Τζίβακα τον ρώτησε αν μπορούσε να παραμείνει ξαπλωμένος ανάσκελα επί επτά μήνες, και ο άντρας απάντησε ότι μπορούσε. Τότε ο Τζίβακα τον έδεσε σε ένα κρεβάτι, άνοιξε το κρανίο του κι έβγαλε από μέσα δυο σκουλήκια. Κατόπιν έκλεισε την πληγή και άπλωσε μια θεραπευτική κρέμα. Όταν ο άντρας ξύπνησε, ο Τζίβακα τον έβαλε να ξαπλώσει στο ένα πλευρό. Μετά από επτά ημέρες, ο άντρας είπε, «Γιατρέ, δεν μπορώ να μείνω άλλο έτσι ξαπλωμένος». Ο Τζίβακα απάντησε, «Ναι, αλλά συμφώνησες να το κάνεις, έτσι δεν είναι;» «Όντως», απάντησε ο άντρας, «αλλά αν μείνω ξαπλωμένος σε αυτή την στάση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι βέβαιο πως θα πεθάνω». Ο Τζίβακα είπε, «Τότε μείνε ξαπλωμένος μπρούμυτα για επτά μήνες». Μετά από επτά ημέρες, ο ασθενής είπε, «Γιατρέ, δεν μπορώ να κάτσω έτσι για επτά μήνες». «Τότε ξάπλωσε ανάσκελα για επτά μήνες». Μετά από άλλες επτά ημέρες, ο άντρας είπε, «Γιατρέ, δεν είναι δυνατόν να κάτσω έτσι για επτά μήνες, θα πεθάνω». Ο Τζίβακα απάντησε, «Δεν χρειάζεται. Ήξερα πως θα ήσουν καλά μετά από τρεις φορές από επτά ημέρες. Τώρα σήκω πάνω, είσαι καλά. Και τώρα μπορείς να μου δώσεις την αμοιβή μου. Δεν θέλω να μου δώσεις όλα σου τα υπάρχοντα, ούτε σε θέλω για σκλάβο μου. Απλώς δώσε στον βασιλιά της Ρατζαγκάχα εκατό χιλιάδες νομίσματα, κι άλλα εκατό χιλιάδες σε εμένα». Κι έτσι έγινε.
Σε μια άλλη ιστορία, ο Τζίβακα καλείται να πάει στην Μπενάρες για να θεραπεύσει τον γιο ενός πάμπλουτου άντρα. Όταν ο Τζίβακα εξέτασε τον νεαρό άντρα, διέταξε να στηθεί ένα μεγάλο παραβάν και έδεσε τον ασθενή σε έναν στύλο. Κατόπιν, παρουσία της γυναίκας του ασθενή, άνοιξε την κοιλιά του ασθενή, έβγαλε έξω τα έντερά του και δείχνοντάς τα είπε, «Κοίτα από τι έπασχε ο σύζυγός σου. Εξαιτίας αυτών των κόμπων δεν μπορεί να πέψει την τροφή του, ούτε και να αφοδεύσει». Αφού ίσιωσε τα έντερα, τα ξανάβαλε στην θέση τους, έκλεισε το άνοιγμα και άλειψε την πληγή με μια θεραπευτική αλοιφή. Σύντομα ο άντρας έχαιρε άκρας υγείας. Έδωσε στον γιατρό δεκαέξι χιλιάδες νομίσματα, ο οποίος κατόπιν επέστρεψε στο παλάτι.
Ο βασιλιάς μιας γειτονικής επαρχίας ήταν πολύ άρρωστός, και οι γιατροί του δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν, παρά μόνο έπαιρναν τον χρυσό και το ασήμι του. Ο βασιλιάς έστειλε ένα μήνυμα στον βασιλιά της Ρατζαγκάχα, τον παππού του Τζίβακα, ζητώντας να στείλει τον Τζίβακα να τον βοηθήσει. Όταν ο βασιλιάς πήρε το μήνυμα, έστειλε τον Τζίβακα. Ο γιατρός εξέτασε τον βασιλιά και είπε, «Ω βασιλιά, πρέπει να ετοιμάσω ένα σκεύασμα που θα περιέχει βούτυρο, θα μπορέσεις να το πάρεις;» Ο βασιλιάς απάντησε, «Απεχθάνομαι το βούτυρο. Αν μπορείς να με θεραπεύσεις χωρίς να μου δώσεις βούτυρο, σε παρακαλώ κάντο». Ο βασιλιάς είχε δηλητηριαστεί από έναν σκορπιό, και επειδή το βούτυρο θα εξουδετέρωνε το δηλητήριο, ο Τζίβακα έπρεπε να του το δώσει. Όταν όμως συνειδητοποίησε την απέχθεια που έτρεφε ο βασιλιάς για το βούτυρο, σκέφτηκε, «Πρέπει να ετοιμάσω το σκεύασμα με τέτοιο τρόπο ώστε ο βασιλιάς να μην καταλάβει ότι περιέχει βούτυρο. Το φάρμακο πρέπει να έχει γεύση και χυμούς λουλουδιών. Μολαταύτα, όταν ο βασιλιάς πάρει το φάρμακο, ο άνεμος θα υψωθεί από το στομάχι του, θα γευτεί το βούτυρο και θυμώσει πολύ. Πρέπει να ετοιμάσω την απόδρασή μου, διαφορετικά θα με σκοτώσει». Κατόπιν ο γιατρός πήγε στον βασιλιά και είπε, «Εμείς οι γιατροί οφείλουμε να πηγαίνουμε συχνά στα βουνά και να μαζεύουμε βότανα. Επομένως, δώσε διαταγή να μου δώσουν ένα άλογο ή έναν ελέφαντα, και να ανοίξουν οι πύλες, όποτε το θελήσω». Ο βασιλιάς δέχτηκε.
Όταν ο Τζίβακα ετοίμασε το φάρμακο, πήγε στον βασιλιά και είπε, «Μεγαλειότατε, παρακαλώ πιείτε αυτόν τον χυμό ανθέων». Όταν ο βασιλιάς ήπιε το φάρμακο, ο γιατρός πήγε στον στάβλο, καβάλησε έναν ελέφαντα και έφυγε γρήγορα από την πόλη. Όταν ο άνεμος υψώθηκε από το στομάχι του βασιλιά, κατάλαβε πως είχε πάρει βούτυρο. «Αυτός ο ελεεινός γιατρός μου έδωσε βούτυρο, συλλάβετέ τον», φώναξε. Οι υπηρέτες είπαν, «Ω, βασιλιά, έχει φύγει από την πόλη, καβάλα σ’ έναν ελέφαντα». Τότε ο βασιλιάς κάλεσε έναν υπηρέτη του που μπορούσε να ταξιδεύει 720 μίλια την ημέρα και του είπε, «Πήγαινε να τον πιάσεις. Όμως πρόσεχε, είναι πανούργος. Αν σου προσφέρει να φας ή να πιεις οτιδήποτε, αρνήσου». Ο υπηρέτης ακολούθησε τον Τζίβακα και τον έπιασε καθώς έτρωγε το πρωινό του. Του είπε, «Έρχομαι από τον βασιλιά. Πρέπει να επιστρέψεις στην πόλη». Ο Τζίβακα απάντησε, «Περίμενε λιγάκι. Ακόμα δεν έχω φάει το πρωινό μου. Παρεμπιπτόντως, να σου προσφέρω λίγο;» Ο υπηρέτης απάντησε, «Δεν πεινάω, και ο βασιλιάς είπε να μην πάρω τίποτα από τα χέρια σου». Τότε ο Τζίβακα πήρε ένα φρούτο, έχωσε σβέλτα στη σάρκα του ένα βότανο και το χώρισε στα δυο. Έφαγε ένα κομμάτι και πρόσφερε το υπόλοιπο στον υπηρέτη. Ο υπηρέτης σκέφτηκε, «Αφού ο ίδιος έφαγε ένα κομμάτι, μάλλον είναι ασφαλές να φάω κι εγώ». Μόλις ο υπηρέτης έφαγε το φρούτο, τον έπιασε μια τόσο βίαιη διαρροϊκή κένωση που φοβήθηκε πως θα πέθαινε και είπε, «Γιατρέ, θα ζήσω;» Ο Τζίβακα απάντησε, «Φίλε μου μην φοβάσαι, σύντομα θα είσαι καλά. Ο βασιλιάς σου είναι πολύ οξύθυμος και δεν πρόκειται να επιστρέψω. Αν επιστρέψω, ξέρω πως μπορεί κάλλιστα να με σκοτώσει. Πάρε τον ελέφαντά σου κι επέστρεψε στην πόλη».
Όταν ο Τζίβακα επέστρεψε στην Ρατζαγκάχα, διηγήθηκε στον βασιλιά την όλη ιστορία. Ο βασιλιάς απάντησε, «Έπραξες συνετά που δεν επέστρεψες, είναι πολύ οξύθυμος και θα σε είχε σκοτώσει». Όταν ο άρρωστος βασιλιάς ανάρρωσε, έστειλε μήνυμα στον γιατρό λέγοντας, «Έλα και θα ανταμείψω δεόντως για όλες σου τις υπηρεσίες». Ο γιατρός απάντησε πως το μόνο που ήθελε είναι να θυμάται ο βασιλιάς την εξυπηρέτηση που του είχε προσφέρει, και ότι δεν θα πήγαινε να τον δει. Μετά από αυτό, ο βασιλιάς έστειλε στον γιατρό δυο χιτώνες μεγάλης αξίας. Όταν οι χιτώνες έφτασαν στα χέρια του γιατρού, σκέφτηκε, «Αυτοί οι χιτώνες είναι κατάλληλοι μόνον για δυο ανθρώπους: ο ένας είναι ο βασιλιάς μου και ο άλλος ο Βούδας».
Εκείνη την περίοδο, ο Βούδας υπέφερε από δυσκοιλιότητα. Φώναξε τον αγαπημένο του μαθητή Άναντα και είπε, «Δεν νιώθω πολύ καλά, χρειάζομαι κάποιο γιατρικό». «Πολύ καλά, διδάσκαλε», απάντησε ο Άναντα. Αφού υποκλίθηκε τρεις φορές, πήγε στον Τζίβακα και είπε, «Γιατρέ, ο εξαίσιος Βούδας δεν νιώθει πολύ καλά και επιθυμεί να του χορηγήσετε κάποιο γιατρικό». Ο Τζίβακα απάντησε, «Ας πάρει αυτό το λάδι για 2-3 ημέρες και κατόπιν ας ακολουθήσει αυτή την δίαιτα». Ο Άναντα επέστρεψε και αφού έδωσε το λάδι στον Βούδα για λίγες ημέρες, πήγε στον γιατρό και είπε, «Ο Βούδας ήπιε το λάδι, όπως ακριβώς υποδείξατε, αλλά θέλω να κάνετε κάτι ακόμα. Καθώς έπινε το λάδι, οι ντέβας ανάμιξαν το φαγητό τους στο ρύζι του. Συνεπώς, ενώ είναι πολύ καλύτερα, δεν έχει συνέλθει τελείως. Παρακαλώ κάντε κάτι». Κατόπιν ο Τζίβακα ετοίμασε ένα σκεύασμα σε τρεις δόσεις και το πήγε ο ίδιος στον Βούδα, λέγοντας, «Μεγάλε Βούδα, πάρτε ένα από αυτά τα φαρμακευτικά κρινάκια, και μυρίστε το. Όταν το μυρίσετε, θα έχετε δέκα αφοδεύσεις × το ίδιο ισχύει και για τα δυο επόμενα». Κατόπιν, ο γιατρός προσκύνησε κι έφυγε. Η υγεία του Βούδα αποκαταστάθηκε.
Μετά από λίγες ημέρες, ο Τζίβακα πλησίασε τον Βούδα και είπε, «Ω Βούδα, έχω να σας ζητήσω μια χάρη. Οι μοναχοί έχουν συνηθίσει να μην φορούν ακριβά ρούχα. Έχω λάβει δυο πανάκριβους χιτώνες από έναν βασιλιά. Επιθυμώ να τους δεχτείς και να χορηγήσεις την συγκατάθεσή σου ώστε οι απλοί άνθρωποι να μπορούν να προσφέρουν ρούχα στους μοναχούς». Ο Βούδας δέχτηκε τους χιτώνες και κήρυξε το Ντάρμα στον Τζίβακα. Τότε ο Τζίβακα εισήλθε στο πρώτο στάδιο της Φώτισης. Μετέπειτα, είπε στους μοναχούς ότι δεν ήταν πλέον υποχρεωτικό να φορούν μόνον σακόπανα…» Η συζήτηση μεταξύ Βούδα και Τζίβακα παρατίθεται στο περίφημο Jivakasutta.
Στην Κινέζικη εκδοχή, ο Τζίβακα γεννιέται μια ουράνια κόρη που ακούει στο όνομα Αραμπάλι, η οποία είχε ανατραφεί από έναν βραχμάνο και πλάγιασε με τον Αμπάγια, έναν από τους γιους του βασιλιά Μπιμπισάρα. Σε αυτή την εκδοχή, το βρέφος γεννιέται με ένα πουγκί γεμάτο με βελόνες βελονισμού. Η μητέρα του το ντύνει στα λευκά και προστάζει μια υπηρέτρια να το πάει στο βασιλιά. Μετέπειτα, ο Τζίβακα απαρνείται την διαδοχή του θρόνου και φεύγει προκειμένου να μελετήσει την ιατρική επιστήμη. Ανακαλύπτει πως η εκπαίδευση που έχει λάβει από τους δασκάλους του είναι ανεπαρκής και εντοπίζει σφάλματα στα κείμενα που αναφέρονται σε φαρμακευτικά φυτά, συνταγές, βελονισμό και διάγνωση μέσω του σφυγμού. Συνεπώς διορθώνει τις ατέλειες και εδραιώνει τις ορθές αρχές της ιατρικής, κερδίζοντας τον σεβασμό όλης της τότε ιατρικής κοινότητας. Ακούει για τον διάσημο δάσκαλο Ατρέγια και ταξιδεύει στην Ταξίλα προκειμένου να διδαχθεί από αυτόν. Μετά από επτά χρόνια, ολοκληρώνει τις σπουδές του και ο δάσκαλός του τον ορίζει διάδοχό του.
Στα ταξίδια του, ο Τζίβακα συναντά ένα αγόρι που κουβαλά ξύλα και προς μεγάλη του έκπληξη, συνειδητοποιεί πως είναι σε θέση να δει μέσα στο σώμα του αγοριού, το οποίο πλέον ήταν διάφανο στα μάτια του. Διαισθανόμενος ότι στο συγκεκριμένο δεμάτι ξύλων περιέχεται ένα κομμάτι από το δέντρο του Βασιλιά της Θεραπείας (σύμφωνα με τα κείμενα της Μαχαγιάνα είναι ένας Μποντισάττβα της θεραπευτικής) αγοράζει το δεμάτι και ανακαλύπτει το κλαδάκι του ιερού δέντρου, το οποίο κατόπιν το χρησιμοποιεί για να κάνει διάγνωση των ασθενειών.
Στην Σανσκριτική-Θιβετανική εκδοχή, ο Τζίβακα ολοκληρώνει τις καθιερωμένες ιατρικές σπουδές και καταφέρνει ακόμα και να συμβουλεύει τον δάσκαλό του Ατρέγια σχετικά με θεραπευτικά ζητήματα, κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό του. Ικανοποιημένος με την βαθιά κατανόηση του μαθητή του, ο Ατρέγια του μεταδίδει την ειδική τεχνική ανοίγματος του κρανίου. Αργότερα, ο Τζίβακα ταξιδεύει στην πόλη Μπαντρανκάτα στην Βιντάρμπα, όπου μελετά ένα αρχαίο βιβλίο που καλείται «Οι Ήχοι Όλων των Όντων» (προφανώς ένα κείμενο που παραθέτει mantras και dharanis). Και σε αυτή την εκδοχή αναφέρεται η συνάντηση με το αγόρι που κουβαλά ξύλα. Ο Τζίβακα ανακαλύπτει στο δεμάτι έναν κρύσταλλο που καλείται «η θεραπεία που ανακουφίζει όλα τα όντα», ο οποίος, όταν τοποθετείται μπροστά από έναν ασθενή, κάνει το σώμα του διάφανο, αποκαλύπτοντας την φύση της εκάστοτε πάθησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου